-
1 калий
(хим) (К) το κάλι/οгидроксид -я (КОН) το υδροξείδιο του - ου, η καυστική ποτάσαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > калий
-
2 кальций
хим. (Ca) το ασβέστιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кальций
-
3 натрий
хим. (Na) το νάτρι/οгидрокарбонат - я (пищевая сода) (NaHC03) το υδροανθρακικό νάτριο, η μαγειρική σόδαгидроксид - я (сода каустическая или едкий натр) см. натр едкий - я карбонат (кальцинированная сода) ανθρακικό -хлористый - χλωριούχο -, το χλωρίδιο του - ουτο μαγειρικό άλας, το αλάτι, хромистый - χρωμικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > натрий
-
4 сода
η σόδα (ξεν.)το ανθρακικό νάτριο-кальцинированная - το άνυδρο ανθρακικό νάτριοкаустическая - η καυστική σόδα, το υποξείδιο του νατρίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сода
-
5 газировать
προσθέτω αέριο/ανθρακικό (διοξείδιο του άνθρακα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газировать
-
6 железо
хим. (Fe) το σίδερο, ο σίδηροςуглеродистое - ανθρακικό -, ο σιδηρίτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > железо
-
7 кислота
хим. το οξύ. азотистая - νιτρώδες -аскорбиновая - ασκορβικό -, η βιταμίνη С ацетилсалициловая - ακετυ-λοσαλικυλικό -дезоксирибонуклеиновая - (ДНК) δεσοξυριβοζονουκλεϊ(νι)κό -, το Ντι-Εν-Έι(D.N.A.)муравьиная - μυρμη-κικό/μεθανικό -рибонуклеиновая - (РНК) - ριβονουκλείκό/ριβοζονου-κλεϊκό - (R.N А)серная - (H2S04) θειικό -, το βιτριόλιсинильная - το υδροκυάνιο, πρωσικό -уксусная - όξι-νο/οξικό/αιθανικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кислота
-
8 напиток
το ποτ/ότο πιοτόалкогольный - αλκοολούχο -, οινοπνευματώδες -безалкогольные - и - ά χωρίς οινόπνευμα, μη αλκοολούχα - άРусско-греческий словарь научных и технических терминов > напиток
-
9 поташ
(карбонат калия, К2СО3) (хим) το ανθρακικό κάλιο, η ποτάσα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поташ
-
10 газ
газ Iм1. τό ἀέριο[ν], τό γκάζι:удушливый \газ τό ἀσφυξιογόνο ἀέριο· слезоточивый \газ τό δακρυγόνο ἀέριο· рудничный \газ τό ἀέριο τῶν ἀνθρακωρυχείων углекислый \газ τό ἀνθρακικό ὀξύ· светильный \газ τό φωταέριο· болотный \газ τό μεθάνιο·2. \газы мн. (в кишечнике) τά ἀέρια.газ IIм (ткань) ἡ γάζα. -
11 карбонат
карбонатм хим. τό ἀνθρακικό[ν] Αλας, τό καρμπονάτ. -
12 сода
содаж ἡ σόδα, τό ἀνθρακικό[ν] νάτριο[ν]:питьевая \сода ἡ σόδα τοῦ φαγη-τοῦ τό διττανθρακικό[ν] νάτριο[ν]· каустическая \сода τό καυστικό[ν] νάτριο[ν]. -
13 угар
угарм1. τό ἀνθρακικό[ν] ὀξύ·2. перен ἡ μέθή, ἡ παράφορα:в пьяном \угаре πάνω στό μεθύσι. -
14 угарный
угар||ныйприл:\угарныйный газ τό μονοξείδιον τοῦ ἀνθρακος, τό ἀνθρακικό[ν] ὀξύ. -
15 углекислота
углекислотаж хим. τό διοξείδιο[ν] τοῦ ἄνθρακος, τό ἀνθρακικό[ν] ὀξύ. -
16 углекислый
углекислыйприл хим. ἀνθρακοῦχος, ἀνθρακικός:\углекислый газ τό μονοξείδιον ἄνθρακος· \углекислый калий хим. τό ἀνθρακικό[ν] κάλιο[ν]. -
17 угольный
у́голь||ныйприл ἀνθρακοφόρος, τοῦ ἄνθρακος, ἀνθρακοῦχος, ἀνθρακώδης:\угольныйная промышленность ἡ βιομηχανία γαιανθράκων \угольныйвая копь τό ἀνθρακωρυχεῖο[ν]· \угольный бассейн τό γαιανθρακοῦχον λεκανοπέδιον \угольный склад ἡ ἀνθρακαποθήκη· \угольныйная пыль ἡ καρβουνόσκονη· ◊ \угольныйная кислота хим. τό ἀνθρακικό[ν] ὀξύ. -
18 карбонат
[καρμπανάτ] ουσ. α. ανθρακικό -
19 сода
[σόντα] ουσ. θ. σόδα, ανθρακικό -
20 сода
[σόντα] ουσ. θ. σόδα, ανθρακικό
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ανθρακικό νάτριο — Η σόδα (βλ. λ.) … Dictionary of Greek
ανθρακικό οξύ — Το υδατικό διάλυμα του διοξειδίου του άνθρακα (H2CO3) … Dictionary of Greek
σόδα — Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονται συνήθως δύο ενώσεις του νάτριου: το ανθρακικό νάτριο (Na2CO3) και το υδροξείδιο του νάτριου (NaOH), που λέγεται επίσης καυστική σόδα. Το ανθρακικό νάτριο βρίσκεται στη φύση, σε μερικά μεταλλεύματα, με τη μορφή … Dictionary of Greek
ασβέστιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ca, που ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην υποομάδα των μετάλλων (αλκαλικές γαίες)· έχει ατομικό αριθμό 20, και έξι σταθερά ισότοπα. Είναι πολύ διαδεδομένο στη φύση, αποτελεί το 3,22% του γήινου… … Dictionary of Greek
δολομίτης — I Ορυκτό, διπλό ανθρακικό άλας του ασβεστίου και του μαγνησίου (CaCO3 MgCO3), με αναλογία 54,35% ανθρακικού ασβεστίου (CaCO3) και 45,65% ανθρακικού μαγνησίου (MgCO3). Όταν ένα μέρος του μαγνησίου υποκατασταθεί από σίδηρο (Fe), προκύπτει μια… … Dictionary of Greek
μαγνήσιο — Δισθενές χημικό στοιχείο με σύμβολο Mg· ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλκαλικών γαιών, έχει ατομικό αριθμό 12, ατομική μάζα 24,312, τρία σταθερά ισότοπα με μαζικό αριθμό 24, 25, 26 και δύο… … Dictionary of Greek
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
ασβεστόλιθος — Ένα από τα πιο διαδεδομένα ιζηματογενή πετρώματα. Αποτελείται κυρίως από ανθρακικό ασβέστιο (CaCO3) μέχρι 50%, συμμετέχουν όμως πάντοτε διάφορες άλλες ουσίες σε ποικίλες αναλογίες. Το χρώμα του επίσης ποικίλλει από υπόλευκο έως υποκίτρινο,… … Dictionary of Greek
κάλιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Κ. Ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλκαλικών μετάλλων, έχει ατομικό αριθμό 19, ατομική μάζα 39,1 και τρία σταθερά ισότοπα. Είναι γνωστό και ως ποτάσιο ή κάλι (καυστικό) … Dictionary of Greek
κοράλλι — Αποικιακό κνιδόζωο της ομοταξίας των ανθοζώων. Υπάρχουν περισσότερα από 200 είδη κ., τα οποία ταξινομούνται σε δύο μεγάλες υφομοταξίες, τα σκληρακτίνια και τα οκτωκοράλλια. Στα σκληρακτίνια περιλαμβάνονται τα γνήσια κ., τα οποία εκκρίνουν… … Dictionary of Greek
λανθανίτης — Ορυκτό ένυδρο ανθρακικό άλας του λανθανίου, με χημικό τύπο La2(CO3)2.8H2O. Κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα, παρουσιάζει σκληρότητα 2, έχει ειδικό βάρος 2,67, λευκοκίτρινο, λευκόφαιο ή κόκκινο χρώμα, λάμψη μαργαριταριού και βρίσκεται κυρίως στη … Dictionary of Greek